- εμορφιά
- η красота, прелесть, изящество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμορφιά — και ομορφιά, η η ωραιότητα, καλλονή … Dictionary of Greek
εμορφιά — η βλ. ομορφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευμορφία — και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) [εύμορφος] 1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα τής μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῑσα», Ευρ. β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ όλη την ευμορφιά τους τής νιότης μου τα… … Dictionary of Greek
σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… … Dictionary of Greek
φταμόρφι — το, Ν είδος καλλυντικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά * με επιτ. σημ. + μορφι (< εμορφιά / ομορφιά), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek